- σιγούρεμα
- το, Ν [σιγουρεύω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουρεύω, επίτευξη σταθερότητας, ασφάλειας, εξασφάλιση, σιγουριά2. απόκτηση βεβαιότητας για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιγουράρισμα — το, Ν [σιγουραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουράρω, η επίτευξη ασφάλειας ή βεβαιότητας, σιγούρεμα 2. ναυτ. χαμήλωμα, χαλάρωμα τών πανιών ή των σχοινιών τού πλοίου … Dictionary of Greek